- αλσοδίαιτος
- -η, -οαυτός που ζει στα άλση, δασόβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + δίαιτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… … Dictionary of Greek